μαΐστωρ

μαΐστωρ
ο (Μ μαΐστωρ και μαγίστωρ, -ορος)
1. (κατά τη βυζαντινή εποχή) δάσκαλος τού εκκλησιαστικού χορού, ο οποίος διέθετε στους ψάλτες τα ιερά άσματα και όριζε το μέτρο και την τάξη τους, αλλ. δομέστικος
2. αξιωματούχος δυτικού μοναχικού τάγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. magister «μάγιστρος, άρχων», με επίθημα -τωρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • КАЛОФОНИЧЕСКОЕ ПЕНИЕ — Аколуфии. 1336 г. (Athen. Bibl. Nat. 2458. Fol. 1) Аколуфии. 1336 г. (Athen. Bibl. Nat. 2458. Fol. 1) [калофония; греч. καλοφωνία, от καλός прекрасный и φωνή голос, звук], греч. певч. стиль, расцвет которого приходится на 2 последних столетия… …   Православная энциклопедия

  • ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… …   Православная энциклопедия

  • Eustathius of Thessalonica — ( el. Εὐστάθιος) (1110c. 1198) was a native of Constantinople who became archbishop of Thessalonica. After being a monk in the monastery of St. Florus, he was appointed to the offices of superintendent of peti­tions ( ἐπὶ τῶν δεήσεων ), professor …   Wikipedia

  • Eustacio de Tesalónica — Saltar a navegación, búsqueda Eustacio de Tesalónica (en griego antiguo Εὐστάθιος; c. 1110–1198) fue un nativo de Constantinopla que se convirtió en arzobispo de Tesalónica. Tras ser un monje en el monasterio de San Floro, le fueron asignados los …   Wikipedia Español

  • μάγιστρος — Ανώτατη αρχή στη διοικητική ιεραρχία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο ο μ. είχε την εποπτεία της διοίκησης, ήταν αρχηγός της αυτοκρατορικής φρουράς, διεξήγαγε τις συνεννοήσεις με τις ξένες …   Dictionary of Greek

  • μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… …   Dictionary of Greek

  • μαγίστωρ — μαγίστωρ, ὁ (ΑM, Μ και μαΐστωρ και μαΐστορας) βλ. μάγιστρος …   Dictionary of Greek

  • πρωτομαΐστωρ — ορος, ὁ, Μ [μαΐστωρ] πιθ. αρχιτεχνίτης, πρωτομάστορας …   Dictionary of Greek

  • Καράς, Σίμων — (Στροβίτσι Ηλείας 1903 – Αθήνα 1999). Μουσικολόγος, λαογράφος και συγγραφέας. Μολονότι σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη μελέτη της ελληνικής μουσικής. Από νεαρή ηλικία μυήθηκε στα ηρωικά τραγούδια, ενώ έμαθε… …   Dictionary of Greek

  • Τορνίκιος — Όνομα Βυζαντινής οικογένειας, που ήκμασε από τον 10o έως τον 14o αι. Γενάρχης της οικογένειας υπήρξε ο άρχοντας Αρμίνιος, ο οποίος εγκαταστάθηκε διά της βίας στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Ρωμανό A’ και έμεινε εκεί έως τον θάνατό του.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”